Μια φορά κι έναν καιρό ήταν τρία αδέρφια και κίνησαν
να πάν στα ξένα, για να βρουν δουλειά.
Στο δρόμο που πήγαιναν έφτασαν σε μια ερημιά και
εκάθησαν σε μια βρύση κοντά να φάνει και να ξεκουραστούνε.
Εκεί που έτρωγαν, βλέπουν κι έρχεται ένας γέρος με το
μπαστουνάκι του και τους χαιρετά:
-Ώρα καλή παλληκάρια!
-Πολλά τα έτη παππούλη, του είπαν εκείνα και το
μικρότερο έκοψε ένα κομμάτι ψωμί και του είπε :
- Κάθισε παππούλη, και να λιγάκι ψωμί να φας.
Ο γέρος πήρε το ψωμί και κάθισε. Εκεί στην ερημιά ήταν
πλήθος τα κοράκια. Λέει ο γέρος του μεγαλύτερου παιδιού.
-Τι θα ήθελες παιδί μου, να έχεις εδώ στον κόσμο που
βρίσκεσαι;
-Θα ήθελα, του λέει, όλα αυτά τα κοράκια να ήταν
πρόβατα και να ήταν δικά μου.
-Καλά, λέει ο γέρος. Αν όμως ερχόταν κανένας φτωχός
και σου ζητούσε λίγο γάλα, θα του έδινες, άμα είχες τόσα πρόβατα;
-Θα του έδινα, λέει το παιδί, ό,τι ήθελε, γάλα, τυρί,
μυτζήθρα, ό,τι ήθελε.
Ταπ ! Χτυπάει ο γέρος το ραβδί του στη γη κι έγιναν τα
κοράκια πρόβατα. Άσπρισε ο τόπος από πρόβατα.
Σηκώθηκε το παιδί, μάζεψε τα πρόβατα κι έμεινε εκεί.
Οι άλλοι δυο με το γέρο πήραν πάλι δρόμο. Πήγαν, πήγαν, έφτασαν σε ένα λόγγο.
Ρωτάει τώρα ο γέρος το δεύτερο :
-Τι θα ήθελες εσύ παιδί μου , να έχεις εδώ στον κόσμο
που είσαι;
-Εγώ θα ήθελα παππούλη, όλα αυτά τα πουρνάρια να
γίνουν ελιές και να είναι όλες δικές μου, είπε το παιδί.
-Καλά, του λέει ο γέρος. Αφού θα χεις τόσο λάδι, θα
δίνεις και κανενός φτωχού;
-Θα δίνω , του λέει.
Ταπ ! Χτυπάει ο γέρος το ραβδί του στη γη και τα
πουρνάρια έγιναν στη στιγμή ελιές. Και το παιδί αυτό, απόμεινε εκεί κι έκανε
μαγαζιά, γέμιζε τα βαρέλια λάδι και τα φόρτωνε στα καράβια.
Ο μικρότερος αδερφός απόμεινε μονάχος με το γέρο και
πήραν πάλι δρόμο. Σαν έφτασαν σε ένα σταυροδρόμι, κάθισαν στη βρύση που ήταν
εκεί να ξεκουραστούν. Λέει ο γέρος του παιδιού :
- Αμ δε ζητάς κι εσύ τίποτε;
-Εγώ, παππούλη, θα ήθελα από αυτή τη βρύση να τρέχει
μέλι.
-Και θα δίνεις στους φτωχούς μέλι, άμα σου ζητούν;
-Θα δίνω.
Ταπ ! Χτυπά ο γέρος το ραβδί του στη γη κι αμέσως
άρχισε να τρέχει μέλι από τη βρύση. Απόμεινε και το παιδί στο σταυροδρόμι,
πουλούσε μέλι και μοίραζε και στους φτωχούς τους στρατοκόπους.
Ο γέρος έφυγε, πήγε στη δουλειά του.
Σαν πέρασε κάμποσος καιρός, το παιδί άφηκε έναν
υπηρέτη στη βρύση να μοιράζει μέλι, κι αυτός ξεκίνησε να πάει να δει τα αδέρφια
του, γιατί τα πεθύμησε.
Εκεί που πήγαινε, κοιτάζει για ελιές, βλέπει ένα λόγγο
από πουρνάρια. Πάει παρέκει, κοιτάζει για πρόβατα, βλέπει κοράκια κι ούτε λαδά
ούτε τσέλιγκα.
Κει που στεκόταν κι απορούσε, βλέπει κι έρχεται πάλι ο
γέρος εκείνος και του λέει :
-Είδες; Ό,τι είπαν τα αδέρφια σου δεν το έκαμαν ! Δεν
έδιναν στους φτωχούς από τα καλά που τους εχάρισα. Γι αυτό κι εγώ τους πήρα
πίσω τις ελιές και τα πρόβατα . Συ όμως στάθηκες καλός και να έχεις την ευχή
μου !Και πριν τελειώσει το λόγο του, ο γέρος έγινεν άφαντος.
Λαϊκό παραμύθι
(Από το βιβλίο ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ,ΕΚΛΟΓΗ Γ.Α.ΜΕΓΑ,
ΕΚΔΟΤΑΙ Ι. Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΣ ΚΑΙ ΣΙΑ, ΑΘΗΝΑΙ)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου